- φιλόχριστος
- -η, -οαυτός που αγαπάει το Χριστό, ευσεβής χριστιανός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλόχριστος — loving Christ masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόχριστος — η, ο / φιλόχριστος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τον Χριστό, ευσεβής χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Χριστός (πρβλ. ἀντί χριστος, ψευδό χριστος)] … Dictionary of Greek
φιλοχριστότερον — φιλόχριστος loving Christ adverbial comp φιλόχριστος loving Christ masc acc comp sg φιλόχριστος loving Christ neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρίστως — φιλόχριστος loving Christ adverbial φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόχριστον — φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc sg φιλόχριστος loving Christ neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχριστότατε — φιλόχριστος loving Christ masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρίστοιο — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρίστοις — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρίστου — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρίστους — φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)